- πταῖμα
- πταῖμα, ατος, τό,= πταῖσμα, SIG456.40 (Cos, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πταίμα — αίματος, τὸ, Α βλ. πταίσμα … Dictionary of Greek
πταίμασι — πταῖμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… … Dictionary of Greek